αἴλιοι
Greek (Liddell-Scott)
αἴλιοι: «σύγγαμβροι», Ἡσύχ.
Frisk Etymological English
See also: ἀέλιοι
Frisk Etymology German
αἴλιοι: {aílioi}
See also: s. ἀέλιοι.
Page 1,39
αἴλιοι: «σύγγαμβροι», Ἡσύχ.
See also: ἀέλιοι
αἴλιοι: {aílioi}
See also: s. ἀέλιοι.
Page 1,39