κιάθω

Revision as of 15:00, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

lengthd. for κίω, only in compd. μετακιάθω (exc.

   A ἐκίαθεν Hsch.); cf. κίατο. κιανθείς· ἑταίρα κιανγάλη (λίαν καλή Mein.), Hsch. κιάντωρ· κιναιδῶς, Id. κίασθαι· κεῖσθαι, and κίατο· ἐκινεῖτο, Id. κίβαλος· διάκονος, Id. κίββα· πήρα (Aetol.), Id.

German (Pape)

[Seite 1436] = κίω, VLL.), s. μετακιάθω.

Greek (Liddell-Scott)

κιάθω: ἐκτεταμ. ἐκ τοῦ κίω, γνωστὸν μόνον ἐκ τοῦ συνθέτου μετακιάθω, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

c. κίω.

Greek Monolingual

κιάθω (Α)
(εκτετ. τ. του κίω)
μόνο σύνθ. με πρόθ. μετακιάθω, εκτός του «ἐκίαθεν
ἐπορεύετο» του Ησύχ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κίω].

Frisk Etymological English

See also: s. κίω.

Frisk Etymology German

κιάθω: {kiáthō}
See also: s. κίω.
Page 1,847