νύννιον

Revision as of 15:27, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (2a)

English (LSJ)

τό, and νύννιος, ὁ,

   A lullaby, Hsch.

Greek Monolingual

νύννιον, τὸ, και νύννιος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπι τοῑς παιδίοις τοῑς καταβαυκαλουμένοις φασὶ λέγεσθαι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τ. που οφείλεται σε ονοματοποιία, όπως και τα νεοελλ. ναναρίζω, νανουρίζω].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Onomatopoetic Lallwort, cf. NGr. νανναρίζω, ναννουρίζω I rock asleep and Oehl IF 57, 19. DELG's comm. is unclear to me; it refers to νίννιον

Frisk Etymology German

νύννιον: {núnnion}
Meaning: ἐπὶ τοῖς παιδίοις καταβαυκαλούμενόν φασι λέγεσθαι· ὁμοίως καὶ τὸ νύννιος H.
Etymology : Onomatopoetisches Lallwort, vgl. ngr. νανναρίζω, ναννουρίζω ich lulle in Schlaf und Oehl IF 57, 19.
Page 2,327