γογγυστής

Revision as of 20:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A murmurer, mutterer, grumbler, Ep.Jud.16, Thd.Pr.26.20.

German (Pape)

[Seite 500] ὁ, der Murrende, Unwillige, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

γογγυστής: -οῦ, ὁ, ὁ γογγύζων, ψιθυρίζων, «μουρμουρίζων», Ἐπ. Ἰουδ. 16, Θεοδ. Π. Δ. (Παροιμ. κϚ΄, 21).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
murmurador, Ep.Iud.16, Thd.Pr.26.20, Sm.26.22.

English (Strong)

from γογγύζω; a grumbler: murmurer.

English (Thayer)

γογγυστου, ὁ, a murmurer (Vulg., Augustine, murmurator), one who discontentedly complains (against God; for μεμψίμοιροι is added): Theod., Symm.; Graecus Venetus)

Greek Monolingual

ο (AM γογγυστής) γογγύζω
παραπονιάρης, μεμψίμοιρος.

Greek Monotonic

γογγυστής: -οῦ, ὁ (γογγύζω), αυτός που γογγύζει, στενάζει, μουρμουρίζει, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

γογγυστής: οῦ ὁ ропщущий NT.

Middle Liddell

γογγύζω
a murmurer, NTest.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γογγυστής -οῦ, ὁ γογγύζω mopperaar. NT Iud. 16.

Chinese

原文音譯:goggust»j 工句士帖士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:抱怨(者)

字義溯源:發怨言者,埋怨者,議論者;源自(γογγύζω)*=發怨言)

出現次數:總共(1);猶(1)

譯字彙編

1) 埋怨者(1) 猶1:16