ἡδύτης
English (LSJ)
[>ῠ], ητος, ἡ, (ἡδύς)
A sweetness, Sch.Ar.Av.222.
German (Pape)
[Seite 1154] ητος, ἡ, Lieblichkeit, Annehmlichkeit, Schol. Ar. Av. 225 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδύτης: -ητος, ὁ, (ἡδὺς) γλυκύτης, «νοστιμάδα», Σχόλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 222.