возбуждающий
Russian > Greek
ἐγερτικός, πληκτικός, κινητήριος, πρακτικός, δραστήριος, παραστατικός, νῆστις, ιδος, κινητικός, διεγερτικός, ἐπεγερτικός, τραχυντικός
ἐγερτικός, πληκτικός, κινητήριος, πρακτικός, δραστήριος, παραστατικός, νῆστις, ιδος, κινητικός, διεγερτικός, ἐπεγερτικός, τραχυντικός