αἰσχρολοιχός

Revision as of 07:26, 3 November 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ὁ,

   A fellator, headmouth, cocksucker, Eust.518.52, Phot. s.v. λαπτώμενος.

Greek (Liddell-Scott)

αἰσχρολοιχός: -όν, ὁ αἰσχρὰ λείχων, γλωττοδεψῶν, ἀσελγαίνων διὰ τῆς γλώσσης, Εὐστ. Ἰλ. Ι. 518.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ fellator Suet.Blasph.70, Phot.λ 96.

Greek Monolingual

αἰσχρολοιχός, ο (Μ)
αυτός που ασελγεί με το στόμα, ο αιδοιολείκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰσχρὸς + -λοιχὸς < λείχω «γλείφω»].