raze
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. and V. κατασκάπτειν, συγκατασκάπτειν, καθαιρεῖν, ἐξαιρεῖν (Eur., Iphigenia in Aulis 1263).
raze to the ground: P. καθαιρεῖν εἰς ἔδαφος, κατασκάπτειν εἰς ἔδαφος.
P. and V. κατασκάπτειν, συγκατασκάπτειν, καθαιρεῖν, ἐξαιρεῖν (Eur., Iphigenia in Aulis 1263).
raze to the ground: P. καθαιρεῖν εἰς ἔδαφος, κατασκάπτειν εἰς ἔδαφος.