outflank
English > Greek (Woodhouse)
verb transitive
P. ὑπερέχειν (gen.), περιέχειν (absol.), περιίσχειν (absol.).
be outflanked: P. and V. κυκλοῦσθαι.
P. ὑπερέχειν (gen.), περιέχειν (absol.), περιίσχειν (absol.).
be outflanked: P. and V. κυκλοῦσθαι.