help to gain
English > Greek (Woodhouse Extra)
συγκτᾶσθαι, συγκτῶμαι, συγκατακτᾶσθαι, συγκατακτῶμαι
⇢ Look up "help to gain" on Perseus Dictionaries | Perseus KWIC | Perseus Corpora | Wiktionary | Wikipedia | Google | LSJ full text search
συγκτᾶσθαι, συγκτῶμαι, συγκατακτᾶσθαι, συγκατακτῶμαι