Att. for ἐοικέναι, inf. of ἔοικα.
εἰκέναι: Ἀττ. ἀντὶ ἐοικέναι, ἀπαρέμφ. τοῦ ἔοικα.
inf. de ἔοικα.
v. ἔοικα.
εἰκέναι: Αττ. αντί ἐοικέναι, απαρ. του ἔοικα.
(see also ἔοικα): be like