τό, a kind of
A gum, in the form ὀξωκόμῃ (dat. sg. fem.), PMag.Osl.1.74.
goma ácida
ὀξυκόμμι, τὸ (Α)είδος κόμμεως.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + κόμμι.