βρεφικός
English (LSJ)
ή, όν,
A infantile, Ph.2.84, Eust.767.16.
German (Pape)
[Seite 463] kindlich, kindisch, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βρεφικός: -ή, -όν, νηπιώδης, Φίλων 2. 84, καὶ μεταγεν.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 infantil, de niño τοὺς ὅρους τῆς βρεφικῆς ἡλικίας ὑπερβαίνων Ph.2.84 (cód.), βοὴν ... βρεφικήν Petr.Rau.Ep.1, β. βραχυστομία Eust.767.16, β. ἀναστροφή Eust.767.22.
2 adv. -ῶς de manera infantil Gr.Nyss.Eun.2.82, Eust.565.1.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM βρεφικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ταιριάζει σε βρέφος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. βρεφικόν, το
το βρέφος.