δευτέρωμα

Revision as of 14:35, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ατος, τό,

   A repetition, Eust.80.10.

German (Pape)

[Seite 554] τό, die Wiederholung, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

δευτέρωμα: τό, ἐπανάληψις, Εὐστ. 80. 10.

Spanish (DGE)

-ματος, τό repetición ἡ δὲ ἀνὰ πρόθεσις δ. τι δηλοῖ Eust.80.9.

Greek Monolingual

το (Μ δευτέρωμα)
η επανάληψη
νεοελλ.
1. το δεύτερο όργωμα, το δεύτερο σκάψιμο
2. ο δεύτερος γάμος.