διαλαμπρύνω

Revision as of 14:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A make splendid, illustrate, λόγον παλαιόν Plu.2.734f; illuminate, Dsc.Ther.Praef.p.50S. (v.l.).

German (Pape)

[Seite 586] verstärktes simpl., neben ἐκκαθαίρειν λόγον τινὰ παλαιόν, ὥςπερ ἐκ καπνοῦ καθελὼν ἠμαυρωμένον, Plut. Symp. 8, 10, 2.

Greek (Liddell-Scott)

διαλαμπρύνω: ποιῶ τι λαμπρὸν ἢ σαφές, τι Πλούτ. 2. 735Α.

French (Bailly abrégé)

rendre brillant, illustrer.
Étymologie: διά, λαμπρύνω.

Spanish (DGE)

hacer brillar, dar esplendor fig. λόγον τινα τοῦ Δημοκρίτου Plu.2.734f
en v. med.-pas. resplandecer τὸ κατ' εἰκόνα καθαρὸν φυλάττει, εἰκότως, διαλαμπρυνθέντος τούτου Ath.Al.Gent.34.24.

Russian (Dvoretsky)

διαλαμπρύνω: делать блестящим, заставлять воссиять (λόγον τινὰ τοῦ Δημοκρίτου παλαιόν Plut.).