κατάσεισις

Revision as of 15:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A shaking, Hp.Art.43; τῆς κεφαλῆς Gal.10.1019.

German (Pape)

[Seite 1377] ἡ, das Erschüttern, Durchschütteln, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσεισις: -εως, ἡ, τὸ κατασείειν, βίαιον σείσιμον, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 808· κ. τειχῶν Κ. Πορφύρ.

Greek Monolingual

κατάσεισις, ἡ (Α) κατασείω
βίαιη κίνησηκατάσεισις τῆς κεφαλῆς», Γαλ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάσεισις -εως, ἡ [κατασείω] het schudden, schok.