ῶνος, ὁ, =
A murtetum, Gloss.
μυρσεών, ὁ (Α)φυτεία μυρσινών.[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρτεών με συριστικοποίηση του -τ- (πρβλ. μύρτινος - μύρσινος)].