πασιφανής

Revision as of 18:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ές, = foreg., Ἀρετά

   A shining Virtue, B.12.176.

German (Pape)

[Seite 531] ές, = παμφανής, Allen sichtbar, Nonn. Io. 12, 10.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
φανερός σε όλους, ολοφάνερος, πασίδηλος.
επίρρ...
πασιφανώς Ν
με ολοφάνερο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. πᾶσι του πᾶς + -φανής (< φαίνω / φαίνομαι)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πασιφανής -ές [πᾶς, φαίνω] voor iedereen zichtbaar.