περικλύμενον

Revision as of 18:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A honeysuckle, Lonicera etrusca, Dsc.4.14; periclymenos, v. l. in Plin.HN27.120.

German (Pape)

[Seite 580] τό, auch περικλύμενος, ὁ, eine rankende Strauchart, vielleicht caprifolium, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

περικλύμενον: τό, αἰγόκλημα, περιπλοκάδι, Lonicera periclymenum, Διοσκ. 4. 14· periclymenon, Πλίν. 27. 94.

Greek Monolingual

το, ΝΑ
το φυτό αιγόκλημα
αρχ.
πιθ. το κυκλάμινο.