σκαλεία

Revision as of 20:05, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A hoeing, Gp.2.24 tit.

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, das Behacken, Geop.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰλεία: ἡ, (σκαλεύω) σκάλισμα διὰ σκαπάνης ἢ «τσάπας», σκάψιμον, Γεωπ. 2. 24.

Greek Monolingual

ἡ, Μ σκαλεύω
ελαφρά ανασκαφή του εδάφους με σκαπάνη.