σφακτικός

Revision as of 20:15, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for slaughtering, μάχαιρα Zonar. s.v. πανδούριον.

Greek (Liddell-Scott)

σφακτικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων πρὸς σφαγήν, «πανδούριον· μάχαιρα σφακτικὴ» Ζωναρ. Λεξ. σ. 1512.

Greek Monolingual

-ή, -όν, ΜΑ σφάκτης
αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στη σφαγή.