σῆσις

Revision as of 20:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ, (σήθω)

   A sifting, Suid.: Dor. σᾶσις, τοῦ κονίματος τᾶς γᾶς τὰν σᾶσιν Ἄσανδρος [sc. ἐπρίατο] BCH23.566 (Delph.).

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, das Sieben, Sichten (?).

Greek (Liddell-Scott)

σῆσις: -εως, ἡ, (σήθω) κοσκίνισμα, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ήσεως και δωρ. τ. σᾱσις, -άσεως, ἡ, Α σήθω
το κοσκίνισμα.