συστρόφως

Revision as of 20:45, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv.

   A briefly, prob. in Men.Kith.92.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή «συντομία, βραχυλογία», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. σύστροφος].