φρούρησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A watching, Aq., Sm., LXX 2 Ki.5.24.
German (Pape)
[Seite 1310] ἡ, das Bewachen, die Wache, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
φρούρησις: -εως, ἡ, τὸ φρουρεῖν, φύλαξις, Συλλ. Ἐπιγρ. 2155, διάφ. Γραφ. παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ε΄, 23).