χηνιδεύς

Revision as of 21:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A gosling, Ael.NA7.47, Eust.753.56.

German (Pape)

[Seite 1353] έως, ὁ, die junge Gans, Ael. H. A. 7, 47.

Greek (Liddell-Scott)

χηνῐδεύς: έως, ὁ, (χὴν) μικρὸς χήν, «χηνίτσα», Αἰλ. π. Ζ. 7. 47, πρβλ. Εὐστ. 753. 55.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
oison.
Étymologie: χήν.

Greek Monolingual

-έως, και χηνιδής, -οῡς, ὁ, Α
χηνάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήν, χηνός + επίθημα -ιδεύς, το οποίο απαντά σε ον. νεογνών ζώων (πρβλ. ἀετ-ιδεύς)].