εἰσπομπή

Revision as of 10:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ἡ,

   A introduction, Suid.

German (Pape)

[Seite 746] ἡ, die Einsendung, Einführung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσπομπή: ἡ, τὸ εἰσπέμπειν, Θεοφυλ. Σιμοκ. Ἱστ. 2. 6· - «εἰσπομπή, εἰσβολὴ» Σουΐδ.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
introducción δόρατος ... ἐπὶ τοῦ ... βραχίονος Eun. en Sud.
envío hacia el interior ἡ μὲν ὄψις κατ' ἐκπομπὴν αἰσθάνεται, αἱ δὲ λοιπαὶ (αἰσθήσεις) κατὰ εἰσπομπήν Phlp.in de An.416.30.