εὑρετός
English (LSJ)
ή, όν,
A discoverable, Hp.Vict.1.2; τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ' εὑρετὰ ζητῶ S. Fr.843; εὑρετὰ ἀνθρώποις X.Mem.4.7.6.
Greek (Liddell-Scott)
εὑρετός: -ή, -όν, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ εὑρίσκω, ὃν δύναταί τις νὰ εὕρῃ, νὰ ἀνακαλύψῃ, τὰ μὲν διδακτά μανθάνω, τὰ δ’ εὑρετά ζητῶ Σοφ. Ἀποσπ. 723· εὑρετὰ ἀνθρώποις Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 6.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu’on peut trouver ou inventer.
Étymologie: adj. verb. de εὑρίσκω.
Greek Monotonic
εὑρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του εὑρίσκω, αυτός που μπορεί να βρεθεί, εμφανής, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εὑρετός: [adj. verb. к εὑρίσκω могущий быть найденным или открытым (τὰ μὲν διδακτὰ μανθάνω, τὰ δ᾽ εὑρετὰ ζητῶ Soph. ap. Plut.): εὑρετὰ ἀνθρώποις Xen. доступное человеческому разуму.
Middle Liddell
εὑρετός, ή, όν verb. adj. of εὑρίσκω,]
discoverable, Xen.