ἀδιατύπωτος
English (LSJ)
ον,
A unshapen, D.S.1.10, Ocell.2.3, Ph.2.317, al.; ψυχή 1.50.
Greek (Liddell-Scott)
ἀδιατύπωτος: -ον, ὁ μὴ διατετυπωμένος, Διον. 1. 10.
Spanish (DGE)
-ον
no formado σῶμα D.S.1.10, ψυχή Ph.1.50, cf. 2.317, ἀήρ Ocell.21.
Russian (Dvoretsky)
ἀδιατύπωτος: несформировавшийся, неразвитой (σῶμα Diod.).