ἀπημελημένως

Revision as of 12:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

Adv., (ἀπαμελέω)

   A carelessly, Procop.Vand.1.4, al.

German (Pape)

[Seite 290] ganz vernachlässigt, Sp., die auch ἀπημελέω haben.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπημελημένως: ἐπίρρ. τοῦ ἀπαμελέω, παραμελημένως, ἠμελημένως, ἐν αὐτοῖς δὲ καὶ Μαρκιανὸς ὅπου δὴ ἀπημελημένως ἐκάθευδε Προκοπ. Βανδ. 1. 4, σ. 185D.

Spanish (DGE)

adv. formado sobre el part. perf. pas. de ἀπαμελέω q.u. descuidadamente ἀ. ἐκάθευδε Procop.Vand.1.4.4.