ἀστρολόγημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A astronomy, Tz.ad Lyc.363.
German (Pape)
[Seite 378] τό, Sterndeutung, Schol. Lycophr. 363.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρολόγημα: τό, ἀστρονομία, Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 363.
Spanish (DGE)
-ματος, τό astronomía Tz.ad Lyc.363.
Greek Monolingual
ἀστρολόγημα, το (Μ)
η αστρολογία.