ἐλαφίς
English (LSJ)
ίδος, ἡ, a
A bird, perh. heron or egret, Dionys.Av.2.11.
German (Pape)
[Seite 792] ίδος, ἡ, ein Vogel, Eutecn. par. Opp. Ix. 2, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλαφίς: -ίδος, ἡ, ὄρνεον ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ ὕδωρ ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
orn., cierta ave acuática quizá la garza D.P.Au.2.12.
Greek Monolingual
η
γένος φιδιών της οικογένειας τών κολουβριδών.