ἐλαφίς

Revision as of 14:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, a

   A bird, perh. heron or egret, Dionys.Av.2.11.

German (Pape)

[Seite 792] ίδος, ἡ, ein Vogel, Eutecn. par. Opp. Ix. 2, 11.

Greek (Liddell-Scott)

ἐλαφίς: -ίδος, ἡ, ὄρνεον ἔχον πτερὰ ὅμοια πρὸς τὰς τρίχας ἐλάφου καὶ γλῶσσαν μεγίστην, ἣν ἀφίνει εἰς τὸ ὕδωρ ὡς ὁρμιὰν καὶ οὕτω συλλαμβάνει ἰχθῦς, Παράφρ. τῶν Ὀππ. Ἰξευτικ. Β. 11.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ
orn., cierta ave acuática quizá la garza D.P.Au.2.12.

Greek Monolingual

η
γένος φιδιών της οικογένειας τών κολουβριδών.