ἐπεικτικός

Revision as of 15:25, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ή, όν,

   A urgent, Sch.Il.11.165.

German (Pape)

[Seite 910] ή, όν, antreibend, eilig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπεικτικός: -ή, -όν, σπευστικός. ― Ἐπίρρ. -κῶς, σπευστικῶς, σφοδρῶς, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Λ. 165.

Greek Monolingual

ἐπεικτικός, -ή, -όν (Α)
επείγων, ταχύς. Enĺpp. ἐπεικτικῶς
επειγόντως, ταχέως, σφοδρώς.