αἶγες ἀγρίαι, ὑστριχίδες, Hsch. ἰυχμός, ὁ,= ἰυγμός, Id. ιφειομαχω,=
A ario, Gloss. (dub., fort. κριομαχῶ,= arieto).
ἴυρκες: «αἶγες ἄγριαι. ὑστριχίδες» Ἡσύχ.