ὑμνητής

Revision as of 16:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who sings of or praises, τυραννίδος Pl.R.568b; performer of hymns, IG22.2361.3.

German (Pape)

[Seite 1178] ὁ, Hymnensänger, Lobsänger, Lobredner, τῆς τυραννίδος Plat. Rep. VIII, 568 b, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὑμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐξυμνῶν ἢ ἐπαινῶν, τυραννίδος Πλάτ. Πολ. 568Β.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui célèbre par ses chants, panégyriste.
Étymologie: ὑμνέω.

Greek Monolingual

ο / ὑμνητής, ΝΜΑ, θηλ. υμνήτρια Ν, θηλ. ὑμνήτρια και ὑμνήστρια και ὑμνητρίς, -ίδος, Α
1. αυτός που ψάλλει ύμνους
2. αυτός που εξυμνεί, που επαινεί, εγκωμιαστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑμνῶ. Ο τ. ὑμνήστρια κατά το ὀρχήσ-τρια].

Greek Monotonic

ὑμνητής: -οῦ, ὁ (ὑμνέω), εξυμνητής, αυτός που επαινεί, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑμνητής: οῦ ὁ хвалитель (τινος Plat.).

Middle Liddell

ὑμνητής, οῦ, ὁ, ὑμνέω
a singer, praiser, Plat.