ὑπόκρουσις

Revision as of 17:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A interruption, Hsch. s.v. κροῦσις:—Adv. ὑπο-κρουστικῶς, EM781.8.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόκρουσις: -εως, ἡ, τὸ ὑποκρούειν, διακόπτειν τινὰ ἐν συζητήσει, Ἡσύχ. ἐν λ. κροῦσις. - Ἐπίρρ. ὑποκρουστικῶς, «ὑποβλήδην. ὑποβαλὼν λόγον ὑποκρουστικῶς ἔτι λέγοντός τινος» Ἐτυμολ. Μέγ. 781, 8, Σουΐδ. ἐν λ. ὑποβλήδην.