ατος, ὁ, prob.
A = κιλλίβας, portable table, PRyl.136.10 (i A.D.); cf. Lat. cilibantum, cilliba.
κελλίβας, -ατος, ὁ (Α)πάπ. πιθ. κιλλίβας, κινητή τράπεζα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cilliba «στρογγυλή τράπεζα»].
See also: s. κιλλίβας