ἀναχώρημα
English (LSJ)
ατος, τό,
A withdrawal, reflux, θαλάσσης Arist.Mu.396a18.
German (Pape)
[Seite 215] τό, die Zurückgezogenheit; das Zurücktreten, Arist. mund. 4, 31.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναχώρημα: -ατος, τό, ἀποχώρησις, ἀναχωρήματα θαλάσσης Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 33.
Spanish (DGE)
-ματος, τό reflujo θαλάσσης Arist.Mu.396a18.
Russian (Dvoretsky)
ἀναχώρημα: ατος τό отступление, отход (τῆς θαλάττης Arst.).