ἀπόπτισμα

Revision as of 00:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

ατος, τό, (πτίσσω)

   A chaff, husks, dub.l. for ἀπόπρισμα, Arist.Mir.841a16.

German (Pape)

[Seite 320] τό, der Abgang beim Stampfen, Schroten, κέδρου Arist. Mirab. 113, v. l. -πρισμα.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπτισμα: -ατος, τό, (πτίσσω) ἄχυρον, κέλυφος, λέπυρον, Λατ. quisquiliae, ἀμφίβ. γραφ. ἀντὶ ἀπόπρισμα, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 113.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
raedura, viruta l. dud. por ἀπόπρισμα en Arist.Mir.841a16.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπτισμα: ατος τό щепки (κέδρου Arst. - v. l. ἀπόπρισμα).