τό,
A hostelry, inn, PSI3.175.5 (v A.D.), PIand.17 (vi/vii A.D.), Gloss.
-ου, τόposada, fonda ὑπηρέτης τοῦ Ἀπαντητηρίου τῆς Ὀξυρυγχιτῶν πόλεως PSI 175.5 (V d.C.), cf. SB 7475.22 (VI/VII d.C.), Gloss.2.233.