ἡ, =
A abavia, privigna, Gloss., v.l. in Ph.2.303.
[Seite 714] ἡ, Stieftochter (s. πρόγονος), Philo.
ης (ἡ) :v. πρόγονος².
ἡ, Α(σπάν. τ. θηλ.) βλ. προγονός.