ἰσορρόπησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A equipoise, equilibrium, Hero Spir.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσορρόπησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. σελ. 153.
εως, ἡ,
A equipoise, equilibrium, Hero Spir.1.1.
ἰσορρόπησις: -εως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθηματ. σελ. 153.