ὑποκεφάλαιον
English (LSJ)
[φᾰ], τό,
A pillow, cushion, σκύτινον ὑ. Hp.Fract.8, Art.30, cf. Michel 832.23 (Samos, iv B. C.), Sor.1.67, Aret.CA1.1; cf. προσκεφάλαιον.
German (Pape)
[Seite 1220] τό, Kopfkissen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκεφάλαιον: τό, τὸ ὑπὸ τὴν κεφαλὴν τιθέμενον, προσκεφάλαιον, σκύτινον ὑπ. Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 757, κ. ἀλλ.