αἰνοτάλας
English (LSJ)
αντος, ὁ,
A most miserable, Antim.[106] = Call.Fr. 506.
Greek (Liddell-Scott)
αἰνοτάλᾱς: ᾰνος, ὁ, = πλεῖστον ὅσον ἄθλιος, Ἀντίμαχος ἐν Α. Β. 1422.
Spanish (DGE)
(αἰνοτάλᾱς) -αντος, ὁ
• Prosodia: [-ᾰ-]
terriblemente desgraciado Call.Fr.481.