A suck out, Gp.7.15.2.
[Seite 618] ganz aussaugen, Geop.
διεκμυζάω: ἐκμυζῶ ἐντελῶς, Γεωπ. 7. 15, 2.
sorber διεκμυζῶντες ἀνασπῶσι μέρος τῆς τρυγός Gp.7.15.2•tb. en v. pas., Ps.Caes.76.8.