διηρεφής
English (LSJ)
ές, (ἐρέφω)
A all covered, Q.S.6.325.
Greek (Liddell-Scott)
διηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὅλως κεκαλυμμένος, Κόϊντ. Σμ. 6. 325.
Spanish (DGE)
-ές de doble techo σίμβλος Q.S.6.325.
ές, (ἐρέφω)
A all covered, Q.S.6.325.
διηρεφής: -ές, (ἐρέφω) ὅλως κεκαλυμμένος, Κόϊντ. Σμ. 6. 325.
-ές de doble techo σίμβλος Q.S.6.325.