δορυσσόητος

Revision as of 13:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

ον, = sq., μόχθων δορυσσοήτων of the toils

   A of battle, S.Aj.1188.

Greek (Liddell-Scott)

δορυσσόητος: -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, ἐπὶ τῶν ἀγώνων καὶ μόχθων τῆς μάχης, Σοφ. Αἴ. 1188 (οὕτω τὸ Λαυρεντ. χφον, καὶ οὕτω τὸ μέτρον ἀπαιτεῖ, ἀντὶ δορυσσόντων), πρβλ. δορυσσόος, ἀσπιστής· καὶ ὁ Bergk προτείνει διόρθωσιν δορυσσόητα (ἀντὶ -οντα) ἐν Εὐρ. Ἡρακλ. 774.

Spanish (DGE)

-ον agitado por la lanza μόχθοι S.Ai.1187.

Greek Monolingual

δορυσσόητος, -ον (Α)
ο δορυσσόος.

Greek Monotonic

δορυσσόητος: -ον, = δορυσσόος, μόχθων δορυσσοήτων, λέγεται για τους αγώνες και τους μόχθους της μάχης, σε Σοφ.