ζεόπυρον
English (LSJ)
τό, (ζέα, πυρός) a variety of
A Triticum monococcum, Gal.6.515.
German (Pape)
[Seite 1137] τό, eine Getreideart, zwischen Spelt u. Weizen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ζεόπῡρον: τὸ, γέννημά τι μεταξὺ ζέας (ζειᾶς) καὶ πυροῦ, Γαλην. 6. 320.
Greek Monolingual
ζεόπυρον, το (Α)
ποικιλία της ζέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζέα (βλ. ζεια) + πυρός.