βαρβαρότης
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A nature or conduct of a βάρβαρος, Tz.H.9.972, Sch.E.Hec.1129.
German (Pape)
[Seite 432] ητος, ἡ, Barbarei, Schol. Eur. Hec. 1129 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
βαρβᾰρότης: -ητος, ἡ, ἡ φύσις ἢ διαγωγὴ τοῦ βαρβαρου Τζέτζ. Ἱστ. 9. 972.
Spanish (DGE)
-ητος, ἡ barbarie Tz.H.9.965, Sch.E.Hec.1129D.