βαϋστικός
English (LSJ)
ή, όν,
A inclined to bark, Sch.Opp.H.1.721.
Greek (Liddell-Scott)
βαϋστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ὑλακήν, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 721.
ή, όν,
A inclined to bark, Sch.Opp.H.1.721.
βαϋστικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν πρὸς ὑλακήν, Σχόλ. Ὀππ. Ἁλ. 1. 721.