διαδράσσομαι

Revision as of 15:05, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

   A seize hold of, ἀλλήλων Plb.1.58.8, Ph.2.328.

Greek (Liddell-Scott)

διαδράσσομαι: ἀποθ., συλλαμβάνω, (κοιν. ἀδράχνω) τινος Πολύβ. 1. 58, 8.

Spanish (DGE)

agarrarse c. gen. ἀλλήλων Plb.1.58.8, τῶν τοῦ διαφερομένου γεννητικῶν Ph.2.328.

Russian (Dvoretsky)

διαδράσσομαι: атт. διαδράττομαι схватываться, сцепляться (ἀλλήλοις Polyb.).